Ονοματολογία IUPAC
(5R)-[(1S)-1,2-dihydroxyethyl]-3,4-dihydroxyfuran-2(5H)-one
(5R-)[(1S)-1,2-διϋδροξυαιθυλο]-3,4-διϋδροξυφουράν-2(5Η)-όνη
CAS number : 50-81-7, Μοριακός τύπος : C6H8O6, Μοριακή μάζα : 176,12 g mol-1
Εμφάνιση : λευκή ή υποκίτρινη στερεά ουσία, Σημείο τήξεως : 190-192οC
Διαλυτότητα στο νερό: 330 g/L
Τοξικότητα, θανατηφόρα δόση: 50% (LD50): 11,9 g/kg (επίμυες, δια του στόματος)
Το L-ασκορβικό οξύ είναι η πιο γνωστή από όλες τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες, η βιταμίνη C. Είναι υδατοδιαλυτή ουσία, που λαμβάνει μέρος σε διαδικασίες του μεταβολισμού κυρίως των ζωικών οργανισμών. Ο ρόλος για την υγεία των ζωντανών οργανισμών και ιδιαίτερα του ανθρώπου και των νεαρών ατόμων είναι αναντικατάστατος. Για πρώτη φορά απομονώθηκε από τα επινεφρίδια (1928) από τον από τον βιοχημικό Ούγγρο (Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής, 1937) Albert Szent-Györgyi de Nagyrápolt (Budapest Ουγγαρία,1893– Wood Hole, Massachusetts, USA, 1986) και αναγνωρίστηκε ως παράγοντας θεραπείας του σκορβούτου, μίας ασθένειας μαρασμού και αιμορραγίας (το 1932).
Το σκορβούτο είναι η ασθένεια που προκαλείται από έλλειψη στον οργανισμό της βιταμίνης C. Τα γενικά συμπτώματα είναι αιμορραγίες του δέρματος και του βλεννογόνου, τα ούλα, τα εσωτερικά όργανα, τα κόκαλα, τις αρθρώσεις. Συνοδεύεται και από γενικά συμπτώματα, όπως κακουχία, πυρετό, ανορεξία και αναιμία. Παλιότερα το σκορβούτο ήταν χρόνια πάθηση των ναυτικών, των εξερευνητών και των στρατιωτικών, που ήταν αναγκασμένοι να τρέφονται με συντηρημένα τρόφιμα, φτωχά σε βιταμίνη C και όχι με φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Για τη θεραπεία του σκορβούτου χρησιμοποιείται τροφή πλούσια σε βιταμίνη C (νωπά φρούτα, λαχανικά, νωπό γάλα) και δόσεις βιταμίνη C από το στόμα ή με ενέσεις. Η «νόσος των ναυτικών» (σκορβούτο), ήταν αποτέλεσμα ότι στα πλοία οι ναυτικοί σε μεγάλα ταξίδια κατανάλωναν κονσέρβες και από τη διατροφή τους έλειπε εντελώς η νωπή τροφή, ιδιαίτερα η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, με συνέπεια να εκδηλώνουν συχνά τη νόσο. Με το κάπνισμα ένα μεγάλο μέρος της βιταμίνης C που υπάρχει στον οργανισμό καταστρέφεται, για αυτό συνιστάται οι καπνιστές να πίνουν πολλούς χυμούς πλούσιους στη βιταμίνη.
Το 1929, o Christian Eijkman και ο Sir Frederick Hopkins βραβεύτηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής για την ανακάλυψή τους γύρω από τις βιταμίνες. Ο πρώτος για τις θεραπευτικές ιδιότητες των βιταμινών και τον ρόλο τους και ο δεύτερος για το ρόλο των βιταμινών στην ανάπτυξη των βιολογικών οργανισμών.
Η εποχή εκείνη ήταν αρκετά ελπιδοφόρα για την ανακάλυψη και νέων βιταμινών που ήταν απαραίτητες για την υγεία του ανθρώπου. Η ανακάλυψη της βιταμίνης C αποδίδεται σε μία ουγγρική ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Albert Szent- Györgyi ο οποίος μαζί με τον Charles Glen King, απομόνωσαν τον αντισκορβουτικό παράγοντα. Το 1931 ο Albert Szent -Györgyi απομόνωσε τη χημική ένωση που την κάλεσε εξουρικό οξύ από τα επινεφρίδια ζώων στην κλινική Mayo. Το 1932 συσχέτισε την ουσία αυτή με την χημική δομή της βιταμίνης C. Τον ίδιο χρόνο η ουγγρική ομάδα επιστημόνων ανακάλυψε ότι η πάπρικα (κοινό μπαχαρικό στην ουγγρική διατροφή) είναι πλούσια πηγή εξουρονικού οξέος. Μερικές ουσίες που απομονώθηκαν από την πάπρικα τις έστειλαν στο τότε διάσημο Βρετανό χημικό Walter Norman Haworth. Ο Haworth σε συνεργασία με τον Edmund Hirst ανακάλυψαν τη χημική δομή και την οπτικοϊσομερή φύση της βιταμίνης C, και το 1934 αναφέρθηκε η πρώτη σύνθεση της. Οι επιστήμονες τότε πρότειναν ένα νέο όνομα λόγω των αντισκορβουτικών ιδιοτήτων ασκορβικό οξύ και αργότερα την ακριβή ονομασία L-ασκορβικό οξύ, με βάση την οπτική του ισομέρεια. Το 1937, απονεμήθηκε στον Norman Haworth το βραβείο Νόμπελ για τη χημεία για την εργασία του στον καθορισμό της δομής του L-ασκορβικού οξέος (από κοινού με τον Ελβετό Paul Karrer, ο οποίος έλαβε παράλληλα και το βραβείο Νόμπελ για το έργο του σχετικά με τον βιοφυσιολογικό ρόλο των βιταμινών.
Βιοχημικές και φαρμακευτικές δράσεις του Ασκορβικού οξέος (Βιταμίνη C).
Η βιταμίνη C έχει τεράστια σημασία για τον ανθρώπινο οργανισμό και είναι αναγκαία για τις διάφορες μεταβολικές λειτουργίες: σύνθεση του κολλαγόνου, διατήρηση της σταθερότητας των αιμοφόρων αγγείων, μεταβολισμό των αμινοξέων και της απελευθέρωσης των διαφόρων ορμονών στα επινεφρίδια. Οι ημερήσιες ανάγκες του ανθρώπου σε βιταμίνη C έχει υπολογισθεί σε 70-80 mg. Τα φρέσκα λαχανικά και, κυρίως, τα εσπεριδοειδή είναι οι καλύτερες πηγές της βιταμίνης C, καθώς η βιταμίνη περιέχεται σε αυτά μεγάλη ποσότητα. Πρόσληψη περισσότερης βιταμίνης C με διατροφικά συμπληρώματα μπορεί να αποβεί βλαβερή για τον οργανισμό και υπάρχουν επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες για το θέμα αυτό που έδειξαν τοξικές και άλλες αρνητικές επιπτώσεις με υπερβολική κατανάλωση βιταμίνης C.
Οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία (μέταλλα και άλλα χημικά ιόντα) χρειάζονται σε μικρές συγκεντρώσεις από τον ανθρώπινο οργανισμό και σε καθημερινές δόσεις για να είναι αποτελεσματικά. Η κανονική και πλούσια διατροφή του ανθρώπου σε φρούτα και λαχανικά είναι ικανοποιητική για να παραληφθούν οι απαραίτητες ποσότητες κάθε ημέρα.